- σκεπαστός
- -ή, -ό / σκεπαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σκεπάζω]1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένοςνεοελλ.1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεταιβ) ασαφής, συγκεχυμένος2. το θηλ. ως ουσ. η σκεπαστήναυτ. υπόστεγο σε ναύσταθμο για την προφύλαξη λέμβων3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκεπαστάκατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκεπαστήπρόχειρα στεγασμένο παράπηγμα, καλύβα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστόνστεγασμένη άμαξα.
Dictionary of Greek. 2013.